Μήπως η επόμενη ΚΑΠ, θα αυξήσει το κόστος παραγωγής γεωργικών προϊόντων;
26 Δεκεμβρίου 2021
Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της γεωργικής πολιτικής της ΕΕ για περισσότερα από πενήντα χρόνια. Η ΚΑΠ δέχεται πιέσεις από κρίσεις, οι οποίες επηρεάζουν την παραγωγή τροφίμων, τη μείωση των εισροών, τη βιολογική παραγωγή και την προστασία του περιβάλλοντος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αντιμετωπίσει μια σειρά από προκλήσεις τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένης της κρίσης στην παραγωγή τροφίμων, της μείωσης των εισροών στη βιολογική παραγωγή και της προστασίας του περιβάλλοντος. Ωστόσο, η ΚΑΠ εξακολουθεί να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διατροφή του πληθυσμού της Ευρώπης.
Το θέμα είναι ότι η ΚΑΠ σχεδιάστηκε σε μια εποχή προ Covid και οι χώρες τις Ευρωπαϊκής Ένωσης «έρχονται» να υλοποιήσουν αυτή την πολιτική από το 2023 και μετά, με τα δεδομένα στην οικονομία και ειδικότερα στη γεωργική οικονομία να έχουν αλλάξει εντελώς.
Η επόμενη ΚΑΠ είναι πιο “φιλοπεριβαλλοντική”, κονδύλια από τον Πυλώνα Ά κα τον Β΄ επενδύονται σε προγράμματα που εστιάζουν σε φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές, με αποτέλεσμα την εστίαση στη μείωση χρήσης εισροών (λιπασμάτων, φυτοπροστατευτικών, κλπ). Για παράδειγμα η σημαντική μείωση των επιτρεπόμενων δραστικών στα φυτοφάρμακα θα εξαφανίσει πολλά φυτοπροστατευτικά προϊόντα από την αγορά και η καταπολέμηση των εχθρών των καλλιεργειών θα πρέπει να γίνεται με πιο ήπια φυτοπροστατευτικά, με ότι αυτό συνεπάγεται για την παραγωγική δυναμικότητα της εκμετάλλευσης και τελικά το κόστος παραγωγής των προϊόντων. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια εποχή που η επισιτιστική κρίση σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες είναι πλέον μια διαφαινόμενη απειλή.
Η γεωργία είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία στον κόσμο. Είναι επίσης ο κλάδος που πλήττεται περισσότερο από την κλιματική αλλαγή.
Υπάρχουν πολλές προκλήσεις για τη γεωργία στην Ευρώπη. Δεν έχει να κάνει μόνο με το πόσα τρόφιμα υπάρχουν, αλλά και με την τιμή των τροφίμων και το πόσο γρήγορα θα διατεθούν αυτά στις αγορές. Οι παράγοντες αυτοί φαίνεται πως επηρεάζονται αρνητικά τα τελευταία χρόνια, λόγω της πανδημίας αφού έχουν δημιουργηθεί προβλήματα στις μεταφορές και λόγω αυτού αλλά και πολλών άλλων παραγόντων βλέπουμε τις τιμές των γεωργικών προϊόντων να εκτοξεύονται και κατ’ επέκταση και των τροφίμων γενικότερα.
Τα παραπάνω δείχνει και ο δείκτης τιμών γεωργικών προϊόντων, με στοιχεία από τον παγκόσμιο οργανισμό τροφίμων. Από το παρακάτω γράφημα μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι ο δείκτης τιμών τροφίμων μέσα σε μια διετία, τη διετία της πανδημίας, έχει αυξηθεί περίπου 30%!
Το ερώτημα είναι, όταν οι τιμές των προϊόντων ανεβαίνουν, πόσο «σοφό» είναι να κάνεις παρεμβάσεις που φαίνεται πως θα επιβαρύνουν το κόστος παραγωγής αλλά θα μειώσουν και την παραγωγική δυναμικότητα των γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων; Στην επόμενη ΚΑΠ βλέπουμε παρεμβάσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Ταυτόχρονα, ο μηχανισμός λήψης ενισχύσεων από την επόμενη ΚΑΠ γίνεται πιο σύνθετος και για να μπορέσει ο γεωργός ή ο κτηνοτρόφος να λαμβάνει την «πράσινη» ενίσχυση θα πρέπει να εφαρμόζει πιο σύνθετες φιλοπεριβαλλοντικές δράσεις (οικολογικά σχήματα και στρατηγικές όπως «από τη φάρμα στο πιάτο»), σε σχέση με ότι συνέβαινε μέχρι σήμερα. Οι περισσότερες δράσεις, φέρνουν και αύξηση του κόστους παραγωγής, άρα και μείωση του συνολικού γεωργικού εισοδήματος.
Από την άλλη, έχουμε μια ελληνική γεωργία που μόνο στα καλύτερα της δεν είναι. Το κόστος παραγωγής, με βασική αιτία την εκτόξευση του κόστους ενέργειας, έχει αυξηθεί όσο ποτέ άλλοτε. Δεν είναι λίγοι οι παραγωγοί που αφήνουν τις ποτιστικές καλλιέργειες και καλλιεργούν ξηρικές καλλιέργειες με σκοπό να αποφύγουν τα ποτίσματα και κατά επέκταση τα υψηλά κόστη κατανάλωσης ενέργειας. Τις επόμενες χρονιές δεν αποκλείεται να δούμε αύξηση παραγωγής προϊόντων, ξηρικών καλλιεργειών, όπως το σιτάρι, το κριθάρι, ο βίκος, κλπ με αποτέλεσμα την πτώση των τιμών αυτών.
Φυσικά στην επόμενη ΚΑΠ, στον πυλώνα Β, θα υλοποιηθούν και όλα τα γνωστά μεγάλα προγράμματα που γνωρίζουμε μέχρι και σήμερα (Σχέδια Βελτίωσης, Νέοι Αγρότες, Μεταποίηση, κλπ) που σίγουρα βοηθούν αναπτυξιακά την γεωργία, ωστόσο οι ενισχύσεις που προκύπτουν πυλώνας Α φαίνεται πως έχει σχεδιαστεί με διαφορετικά δεδομένα, σε μια εποχή που δεν λήφθηκαν υπόψη όλες αυτές οι αλλαγές που έφερε η υγειονομική κρίση.
Από τα παραπάνω καταλαβαίνει κανείς πως τα επόμενα έτη, θα είναι έτη μεγάλων αλλαγών στην ελληνική γεωργική παραγωγή. Η ΚΑΠ φαίνεται πως δεν βοηθά στην εξομάλυνση αυτών των αλλαγών και σε μια πιο ήπια μετάβαση στη νέα εποχή, αντιθέτως επιβαρύνει μάλλον την κατάσταση.
Σταδιακά περνάμε από την υγειονομική κρίση, στην οικονομική κρίση που φαίνεται πως θα φέρει τελικά την επισιτιστική κρίση παγκοσμίως, κρίση από την οποία θα πληγούν τα νοικοκυριά μέσου και χαμηλού εισοδήματος κυρίως.
Γιάννης Περουλάκης
Γεωπόνος Αγροτικής Οικονομίας, MBA
Σύμβουλος Επιχειρήσεων Τροφίμων και Γεωργίας